γήλοφος — hill masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήλοφος — ο λόφος από χώμα, χαμηλό χωμάτινο ύψωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γηλόφοις — γήλοφος hill masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηλόφοισιν — γήλοφος hill masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηλόφου — γήλοφος hill masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηλόφους — γήλοφος hill masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηλόφων — γήλοφος hill masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηλόφῳ — γήλοφος hill masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήλοφοι — γήλοφος hill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήλοφον — γήλοφος hill masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)